κνωδακοφύλαξ

κνωδακοφύλαξ
κνωδακοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας τού άξονα τής ουράνιας σφαίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακ-ος + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο-φύλαξ, νυκτο-φύλαξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνωδακοφύλακες — κνωδακοφύλαξ warder of the pivot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώδακας — ο (Α κνώδαξ, ακος) νεοελλ. (μηχανολ.) στοιχείο μηχανής το οποίο περιστρέφεται ή παλινδρομεί επιβάλλοντας έτσι προδιαγεγραμμένη κίνηση σε άλλο εφαπτόμενο στοιχείο, αλλ. έκκεντρο αρχ. 1. άξονας («καθάπερ ἐπὶ κνώδακος τῆς τοῡ δευτέρου σπονδύλου… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”